Ντάρλινγκτον

Ντάρλινγκτον
(Darlington). Πόλη (85.396 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στην κομητεία Ντάραμ (2.232 τ. χλμ., 506.100 κάτ. το 2001). Βρίσκεται επί του ποταμού Σκερν, κοντά στη συμβολή του με τον Τιζ. Γνωστή ήδη από τον Μεσαίωνα για τα εργαστήρια υφαντουργίας και τις ανθούσες αγορές της, η Ν. είναι σήμερα σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος και αξιόλογο βιομηχανικό κέντρο. Η γειτνίαση με τα πλούσια ανθρακωρυχεία και ο εύκολος εφοδιασμός σε μεταλλεύματα σιδήρου ευνόησαν την ανάπτυξη της χαλυβουργίας και - κατά συνέπεια - τη βιομηχανία μηχανουργίας. Μεταξύ των άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων, αξιόλογες είναι η παραγωγή ηλεκτρικών συσκευών και η εριουργία. Η πόλη είναι γνωστή ως αφετηρία των Stockton and Darlington Railway, της παλαιότερης σιδηροδρομικής γραμμής του κόσμου για τη μεταφορά ταξιδιωτών, που εγκαινιάστηκε το 1825· η Ν. διατηρεί ακόμα την ατμομηχανή Αριθμός 1, που χρησιμοποιήθηκε για να μεταφέρει τα βαγόνια του πρώτου συρμού. Η πόλη υπήρξε έως το 1900 έδρα μεγάλων σιδηροδρομικών εργοστασίων και σιδηροδρομικού υλικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μόρλεϊ, Κρίστοφερ Ντάρλινγκτον — (Christopher Darlington Morley, Πενσιλβάνια 1890 – Νέα Υόρκη 1954). Αμερικανός λογοτέχνης. Μετά την αναγόρευσή του ως διδάκτορα (1910) πήγε στην Αγγλία, όπου πέρασε τρία χρόνια στην Οξφόρδη. Όταν γύρισε στην πατρίδα του εξάσκησε το επάγγελμα του… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμπερτ και Τζορτζ — (Gilbert and George). Καλλιτεχνικό όνομα του εικαστικού διδύμου των Γκίλμπερτ Προς (Gilbert Proesch,Σαν Μαρτίνο 1943–) και Τζορτζ Πάσμορ (George Passmore, Πλίμουθ 1942–). Ο Γκίλμπερτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Σαν Μαρτίνο των ιταλικών… …   Dictionary of Greek

  • Δουμάς, Αλέξανδρος (πατέρας) — (Alexandre Dumas, Βιλέρ Κοτρέ 1802 – Διέπη 1870). Γάλλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ήταν γιος στρατηγού του Ναπολέοντα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Βιλέρ Κοτρέ και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1823. Είχε λάβει… …   Dictionary of Greek

  • Στήβενσον, Τζορτζ — (Stevenson). Άγγλος μηχανικός (1781 – 1848). Από 14 χρόνων άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του πατέρα του, που ήταν πυροσβέστης στα ανθρακωρυχεία της Γονάυλαμ, ταυτόχρονα όμως φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Το 1802 ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”